αντιδιαιρώ

αντιδιαιρώ
ἀντιδιαιρῶ (-έω) (Α)
1. διαιρώ, διαχωρίζω, αντιδιαστέλλω, διακρίνω λογικά
2. (-ούμαι) διανέμω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”